Σάββατο 4 Απριλίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.04.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ἰω 12,1-18)

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καλύπτει γεγονότα δύο ἡμερῶν.

Τὴν ἕκτη ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὸ πάσχα ἦρθε ὁ Κύριος στὴν Βηθανία καὶ παρεκάθησε σὲ δεῖπνο, στὸ ὁποῖο ἦταν παρὼν καὶ ὁ Λάζαρος τὸν ὁποῖο ἀνέστησε. Στὴν διάρκεια τοῦ δείπνου ἡ Μαρία, εὐγνωμονοῦσα γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ἀδελφοῦ της, ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ πολύτιμο μύρο, ἡ εὐωδία τοῦ ὁποίου γέμισε ὅλο τὸ σπίτι. Ὁ Κύριος δὲν διαμαρτυρήθηκε, οὔτε ἀπέτρεψε τὴν γυναῖκα νὰ προβῆ στὸ μύρωμα, δέχθηκε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς Μαρίας. Ὅμως διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἰούδας, ποὺ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ προδώση τὸν Κύριό του, λέγοντας· Γιατὶ νὰ μὴ εἶχε πουληθῆ τὸ μύρο γιὰ τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ δοθοῦν στοὺς πτωχούς; Μποροῦσε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς πτωχοὺς ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπὸ τὸν Κύριο; Γιατὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν ἐκδήλωσι εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριο; Δυστυχῶς τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰούδα γιὰ τοὺς πτωχοὺς δὲν εἶναι εἰλικρινές. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἀποκαλύπτει τὸ κίνητρό του. Λέγει· Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Ἰούδας, ὄχι διότι ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦταν κλέπτης. Αὐτὸς κρατοῦσε τὸ κοινὸ ταμεῖο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἔκλεβε. Παρεμβαίνει καὶ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὴν Μαρία, καὶ μὲ πολὺ λεπτὸ τρόπο ἐλέγχει τὸν Ἰούδα. Ἡ Μαρία προλαμβάνει τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου καὶ προσφέρει τὰ μύρα. Ἔτσι τὰ δέχεται ὁ Κύριος. Καὶ ὑποδεικνύει ὅτι τὸ καθῆκον πρὸς τὸν Κύριο προηγεῖται ἔναντι τῶν πτωχῶν, τοὺς ὁποίους πάντοτε θὰ ἔχετε γιὰ νὰ τοὺς φροντίζετε.

Τὰ λόγια τοῦ Ἰούδα ἀκούγονται πολὺ ὡραῖα. Καὶ εἰδικότερα σήμερα, ποὺ κυριαρχεῖ πνεῦμα ἀντιεκκλησιαστικό, ἀντικληρικό, ἀντιπνευματικό, καὶ βεβαίως λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, βρίσκουν μεγάλη ἀπήχησι. Πράγματι θὰ ἦταν πολὺ ὡραῖα, ἂν θὰ ἦταν καὶ τὸ κίνητρο εἰλικρινὲς γιὰ τοὺς πτωχούς. Ὅμως οἱ πτωχοὶ χρησιμοποιοῦνται μόνον ὡς δικαιολογία. Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τοῦ Ἰούδα ἦταν τὸ δικό του ὄφελος. Ἤθελε νὰ ὑπάρχουν χρήματα στὸ  ταμεῖο γιὰ νὰ ἔχη νὰ κλέβη. Μήπως καὶ σήμερα δὲν ἀκούγονται οἱ ἴδιες φωνές; Θέλετε παραδείγματα; Χάριν τῶν ἀκτημόνων, τουλάχιστον τρεῖς φορές στὸ νεώτερο ἐλληνικὸ κράτος, κατασχέθηκε ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἀλλὰ ἀκτήμονες πάλι ὑπάρχουν καὶ ἴσως περισσότεροι, ὅμως κάποιοι ἔγιναν πλουσιώτεροι. Πολλοὶ ἐπικαλούμενοι τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ δίνουν οἱ ἴδιοι τίποτε ὑπὲρ αὐτῶν, ἐνοχλοῦνται διότι οἱ πιστοὶ προσφέρουν λατρεία στὸν Θεό. Ὁ Κύριος δέχεται τὴν εὐγνωμοσύνη, καὶ τοὺς πτωχοὺς δὲν τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ τὴν φροντίδα.  Στὴν φαινομενικὴ σύγκρουσι καθηκόντων, ποὺ ἀναφαίνεται, προηγεῖται ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν φροντίδα τῶν πτωχῶν. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήση τὸν Κύριο ὅτι δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀρρώστους, ἀναξιοπαθοῦντες, ἀδυνάτους, κτλ. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐμποδίζει τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τοὺς πτωχούς. Ὅποιος λατρεύει τὸν Θεὸ πρῶτα, ἐκεῖνος ἔχει πραγματικὸ καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς πτωχούς.Ἐξ ἄλλου ὅταν ὁ Κύριος ἀναφέρθηκε στὴν ἀγάπη εἶπε πρῶτα ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ μετὰ εἶπε· Καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Πρῶτα δοξάζουμε τὸν Θεό καὶ μετὰ ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ σειρὰ αὐτὴ καθόλου δὲν μειώνει τὴν φροντίδα τῶν πτωχῶν.

Τὰ γεγονότα τὴς ἑπομένης εἶναι συγκλονιστικά. Ἡ φήμη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἔγινε αἰτία νὰ συγκεντρωθοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἀναστημένο. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πίστευαν στὸν Χριστό. Αὐτὸ τάραξε τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ πῆραν τὴν ἀπόφασι πιὰ νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Λάζαρο. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι, ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι, γιὰ νὰ πιστεύσουν θέλουν νὰ δοῦνε κάποιο θαῦμα δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνον δὲν πίστευσαν, ἀλλὰ θέλουν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὸν δημιουργὸ τοῦ θαύματος.

Ὁ ἁπλὸς ὅμως λαὸς χαίρεται καὶ ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα. Αὐθόρμητα τὴν ἄλλη ἡμέρα, χωρὶς πρόγραμμα, στρώνουν τὰ ἱμάτιά τους, ἀνεμίζουν βαΐα κλάδων καὶ ψάλλουν τὸν ὕμνο ὑποδοχῆς. Εἰσέρχεται ἔτσι στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων θριαμβευτής, καὶ μὲ τὴς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ. «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Τὸ γεγονὸς προφητεύθηκε καὶ τώρα βγαίνει ἡ προφητεία ἀληθινή. Ταπεινὸς καὶ πραῢς εἶναι ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν ἔχει βασίλειο ἐπὶ τῆς γῆς. Βασιλεύει στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι οὐράνια καὶ αἰώνια.

Θεωρῶ πολὺ σημαντικὴ τὴν σημείωσι τοῦ εὐαγγελιστοῦ κατὰ τὴν ὁποία οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου «ταῦτα οὐκ ἔγνωσαν τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα». Καὶ εἶναι σημαντικὴ διότι βεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. Ὁ συγγραφέας δὲν πλάθει μία ἱστορία, ἀλλὰ καταγράφει τὰ γεγονότα. Καὶ ὁμολογεῖ, δὲν ἀποκρύπτει καὶ δὲν ντρέπεται γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ κατανοήσουν τὰ γεγονότα. Θὰ τὰ καταλάβουν μετά τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ πεντηκοστή, καὶ ἀφοῦ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Συγχρόνως ὅμως δηλώνεται σὲ ἐμᾶς ὅτι πολλὰ θέματα ἐμεῖς τὰ ἀποδεχόμαστε, τὰ πιστεύομε, ἀλλὰ τὰ κατανοοῦμε ἀργότερα, σὲ κατάλληλο χρόνο. Ἔτσι λειτουργεῖ ἡ πίστις. Μάλιστα δὲ τὰ περισσότερα μυστήρια θὰ μᾶς λυθοῦν τότε καὶ ἐκεῖ, ὅταν βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Τώρα βλέπομε σὰν μέσα σὲ μετάλλινο θαμπὸ καθρέπτη θαμπὰ καὶ ἀκαθόριστα, ὥστε νὰ μᾶς μένουν πολλὰ ἀσαφῆ καὶ σκοτεινά, ἄλυτα προβλήματα καὶ ἀπορίες, τότε ὅμως θὰ δοῦμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, φανερὰ καὶ καθαρά».

Τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα ἑορτάζομε τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Τὸ γεγονὸς συνέβη λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου. Τί καὶ ἂν οἱ φανατικοὶ καὶ τυπολάτρες Ἰουδαῖοι σὲ λίγο θὰ τὸν σταυρώσουν. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Στὸν θρίαμβό του παρουσιάζει τὸν ἀναστημένο Λάζαρο, ποὺ αὐτὸς στάθηκε ἡ αἰτία γιὰ νὰ παρακινηθῆ ὁ κόσμος στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θρίαμβος ὅμως θὰ ὁλοκληρωθῆ μὲ τὴν δική του ἀνάστασι, ἀλλὰ μετὰ τὸ πάθος. Ἔρχεται τώρα γιὰ νὰ πάθη. Ἔρχεται μὲ τὴν θέλησί του. Τὸ πάθος εἶναι ἑκούσιο γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δημιουργικό.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ 4η ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ (Μρ 9,17-31)

«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»

 Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούγεται κατὰ τὴν τετάρτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ ἀκούσαμε καὶ κατὰ τὴν δεκάτη Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει ἄνθρωπο, ποὺ κατέχεται ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Ὁ πατέρας τοῦ πάσχοντος, πρὶν συναντήση τὸν Χριστό, προσῆλθε στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Στὸ ἐρώτημα τῶν μαθητῶν του, γιατί «ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Θὰ ἐπιμείνωμε στὴν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου.

Διανύομε τὸ στάδιο τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ περίοδο κατ’ ἐξοχὴν προσευχῆς καὶ νηστείας. Ἔτσι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἔχουν μία ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα. Καὶ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μὲ προσοχή. 

Καὶ πρῶτα ὅσοι στέκονται προβληματισμένοι μὲ τὴν νηστεία καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀναρωτιοῦνται· Ποῦ καὶ πότε ὁ Χριστὸς νομοθέτησε τὴν νηστεία; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἴδιοι· Ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωσε ἐντολὴ νηστείας. Βεβαίως στὸν συλλογισμὸ αὐτὸν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, ἀναζητεῖται μία δικαιολογία, γιὰ τὴν μὴ ἐφαρμογὴ τῆς νηστείας. Εἶναι πρόφασις, ὅσων δὲν θέλουν νὰ νηστεύσουν. Σκεφθεῖτε ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἐπισκέπτεται τὸν ἰατρό. Κάνει τὴν ἐξέτασι ὁ ἰατρὸς καὶ δὲν λέγει στὸν ἀσθενή του· «Πρέπει νὰ πάρης ἀντιβίοσι», ἀλλὰ λέγει· «Ἡ περίπτωσις αὐτὴ εἶναι σοβαρὴ, καὶ ἀντιμετωπίζεται μόνο μὲ ἀντιβίοσι». Σᾶς ἐρωτῶ· Μπορεῖ νὰ πῆ ὁ ἀσθενής· Δὲν μοῦ εἶπε ὁ ἰατρὸς νὰ πάρω ἀντιβίοσι; Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰατροῦ φαίνεται ἀβίαστα ὅτι συνιστᾶ ὡς θεραπεία τὴν ἀντιβίοσι. Ἐπιβάλλεται ἡ ἀντιβίοσι. Καὶ ὁ ἀσθενὴς θὰ ἐφαρμόση νοσηλεία μὲ ἀντιβίοσι, γιὰ νὰ γίνη καλά.  Ἀσθενεῖς εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ζητᾶμε τρόπο νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Τὴν ἀπάντησι καὶ λύσι στὴν ἀναζήτησί μας τὴν δίνει ὁ Κύριος, ὅταν λέγει· «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Ὅμως μοῦ δημιουργεῖται καὶ σὲ μένα τὸ ἐρώτημα· Πῶς ἔπρεπε νὰ νομοθετήση ὁ Χριστὸς τὴν νηστεία, ἀφοῦ λέγει ξεκάθαρα ὅτι μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία μποροῦμε νὰ διώξουμε τὸ γένος τῶν δαιμονίων; Διατηρῶ τὸν φόβο, γιὰ ὅσους προφασίζονται πὼς ὁ Κύριος δὲν νομοθέτησε νηστεία, ὅτι καὶ νὰ ὑπῆρχε στὸν Δεκάλογο τέτοια ἐντολή, θὰ ἐφαρμοζόταν καὶ αὐτὴ τόσο, ὅσο, παραδείγματος χάριν, ἐφαρμόζονται οἱ ἐντολές, γιὰ τὴν μοιχεία, τὴν κλοπή, τὴν ψευδομαρτυρία. Νὰ μὴν ψάχνουμε δικαιολογίες. Ὁ Κύριος σαφέστατα νομοθετεῖ τὴν νηστεία, καὶ τὴν συνιστᾶ ὡς ἀποτελεσματικὸ φάρμακο κατὰ τῶν δαιμόνων. Καὶ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι καὶ ὁ ἴδιος, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν νηστεία, νήστευσε γιὰ σαράντα ἡμέρες καὶ νύκτες, γιὰ δικό μας παραδειγματισμό, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης· «Νηστεύων ὁ Κύριος ἀνθρωπίνως, πρὸς ὑποτύπωσιν ἡμῶν, νικᾷ τὸν πειράζοντα, δεικνὺς τὸ ἡμέτερον, καὶ ὅρους ὑπογράφων ἡμῖν». Δηλαδὴ ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος νήστευσε καὶ νίκησε τὸν πειράζοντα, τὸν διάβολο, γιὰ νὰ μᾶς δώση παράδειγμα καὶ νὰ ὁρίση τὸν δικό μας τρόπο νηστείας καὶ νίκης κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὅλοι πρέπει νὰ προσέξωμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος μᾶς προτείνει δύο ἀποτελεσματικὰ ὅπλα κατὰ τοῦ διαβόλου, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Γιατὶ ἐμεῖς νὰ τὰ ἀχρηστεύσωμε; Γιατὶ νὰ μὴν κάνωμε χρῆσι τοῦ δοκιμασμένου πνευματικοῦ ἐξοπλισμοῦ, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀντιπαραταχθοῦμε ἀποτελεσματικὰ ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας; Ἑστιάζω τὸ θέμα περισσότερο στὴν νηστεία, διότι γιὰ τὴν προσευχὴ δὲν ὑπάρχουν τόσες ἀρνητικὲς φωνές, ὅσο γιὰ τὴν νηστεία. Ἀλήθεια, γιατὶ νὰ μὴν ἐφαρμόσωμε τὶς νηστεῖες τῶν σαρακοστῶν, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία, καθοδηγημένη ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καθώρισε; Τὰ ἐρωτήματα βεβαίως μένουν ἀναπάντητα. Διότι σήμερα, ὅταν κηρύττομε γιὰ τὴν νηστεία, ἡ φωνή μας ἐπιστρέφει κενή. Κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἀκούση γιὰ νηστεία, γιὰ νηστεία τεσσαρακοστῆς, γιὰ νηστεία Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Αὐτά, μᾶς λένε, εἶναι γιὰ τοὺς πτωχοὺς στὸ πνεῦμα, τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς καλογήρους, ἢ ὅτι οἱ ἄνθρωποι νηστεύανε, ὅταν δὲν εἴχανε. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ ἀναφέρω παραπονούμενος· Μεγάλη Παρασκευὴ γίνεται περιφορὰ Ἐπιταφίου, καὶ πολλοί, οὔτε αὐτὴν τὴν μεγάλη καὶ πένθιμη γιὰ τὸν Κύριο ἡμέρα, δίπλα στὸν Ἐπιτάφιο, δὲν σταματοῦν νὰ καταλύουν τὴν νηστεία, καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ἐπιδεικτικό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε φόβος Θεοῦ οὔτε ντροπὴ ἀνθρώπων. Καὶ ὅμως πρέπει νὰ ἀκούσωμε τὴν ὑπόδειξι τοῦ Κυρίου. Διότι ὅπως ὁ ἀσθενής, ποὺ δὲν ἐφαρμόζει τὶς ὁδηγίες τοῦ ἰατροῦ, δὲν μπορεῖ νὰ περιμένη ἴασι, ἔτσι καὶ ὅταν δὲν ἐφαρμόζονται οἱ ὑποδείξεις καὶ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζωμε μὲ ἐπιτυχία τὸν πόλεμο, ποὺ μᾶς κάνει ὁ διάβολος.

Ὡς πιστοὶ χριστιανοὶ ὀφείλομε ὑπακοὴ στὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Ὄχι ἐπιλεκτικὰ σὲ ὅσα ἐμεῖς θέλομε ἢ μᾶς ἀρέσουν, ἀλλὰ σὲ ὅλα ὅσα ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος. Διότι εἶπε στοὺς μαθητές του τό· «Διδάσκοντες τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Καὶ μέσα στό, πάντα ὅσα σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολή, εἶναι καὶ ἡ νηστεία. Ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή, μὲ πρόθεσι καὶ διάθεσι καλή, γιὰ νὰ ἔχη ἀξία καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Θέλω νὰ τονίσω ὅτι, νηστεία δὲν εἶναι νὰ μὴν καταλύω ἐπειδὴ δὲν ἔχω, ἀλλὰ νὰ ἔχω καὶ νὰ μὴν καταλύω. Ὅπως ἐπίσης νηστεία δὲν εἶναι οἱ περιορισμοὶ τροφῶν, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ ἰατρός, γιὰ ἀντιμετώπισι κάποιων παθήσεων. Οὔτε βεβαίως εἶναι νηστεία ἡ δίαιτα, ποὺ γίνεται γιὰ ἀδυνάτισμα. Οὔτε ὁ περιορισμὸς τῶν τροφῶν ποὺ ἐπαγγέλλεται τὸ κίνημα τῶν χορτοφάγων.

Νηστεύομε ἐπειδὴ τὸ ζητάει καὶ τὸ προτείνει ὁ Κύριος. Νηστεύομε ὅταν καὶ ὅπως καθώρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.  Νηστεύομε μὲ δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογὴ συμμορφούμενοι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Νηστεύομε ὄχι γιὰ νὰ ἀδυνατίσωμε, οὔτε ἐπειδὴ δὲν ἔχομε, ἀλλὰ διότι χρειαζόμαστε τὴν νηστεία ὡς ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, στὸν ἀγῶνα ποὺ κάνωμε ἐναντίον του. Νηστεύομε ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νήστευσε, ἀφήνοντας τὴν νηστεία του ὑπόδειγμα σὲ μᾶς. Νηστεύομε ἐπειδὴ, κατὰ τὸ ὑπόδειγμά του, νήστευσαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Μρ 8,34-9,1)
«Ὃς ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς λόγους μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων»
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τὸ ἀκούσαμε τὸ ἴδιο καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν μετὰ τὴν Ὕψωσι τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Καὶ τότε, ἀναφερθήκαμε στὸν προσωπικὸ σταυρό, ποὺ ὁ Θεὸς δίδει στὸν καθένα μας. Τὸ συνδυάσαμε δὲ καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησί μας, καὶ τὴν εὐθύνη μας. Τώρα θὰ ἑστιάσωμε τὴν προσοχή μας σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς περικοπῆς.
Ὁ Ἰησοῦς ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ ταπεινός, πτωχός, μεγαλωμένος σὲ χωριὸ, ὄχι ἁπλῶς ἄσημο ἀλλὰ κακόφημο, τὴν Ναζαρέτ. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν ἀφήνουν περιθώρια γιὰ θαυμασμό. Ὅμως παρὰ τὴν ταπεινὴ καταγωγή, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός. Θὰ ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν διακρίνουν καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Ὅπως τὸν διέκρινε καὶ τὸν ἀνεγνώρισε ὁ Φίλιππος, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν φίλο του Ναθαναὴλ· «Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ». Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ συγκέντρωνε πάνω του ὅλες τὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία, τὸν Λυτρωτή. Αὐτὸς εἶναι ἡ «προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ τὸν διακρίνουν. Δὲν τὸν διέκριναν καὶ δὲν τὸν κατενόησαν στὴν ἀρχὴ οὔτε αὐτὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ, μὲ τὰ ὁποῖα μεγάλωσε. Καὶ σὲ μία περίπτωσι, ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἀφοσιωμένος στὴν διδασκαλία δὲν εἶχε καιρὸ οὔτε νὰ φάη, πῆγαν νὰ τὸν πιάσουν, διότι νόμιζαν ὅτι ἔχασε τὰ μυαλά του· «Ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη». Οἱ δὲ γραμματεῖς, ὡς καὶ συνεργὸ τοῦ Βελζεβουούλ τὸν χαρακτήρισαν. Δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν διάκρισι ποὺ ἔδειξε ὁ Φίλιππος.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κρατάει μία θέσι ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι ἄλλοι τὸν ἀναγνωρίζουν Θεὸ καὶ λυτρωτή, καὶ ἄλλοι τὸν ἀρνοῦνται, τὸν συκοφαντοῦν, τὸν βλασφημοῦν, ἢ τὸν θεωροῦν ἕναν ἀκόμη μύστη. Ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, ἀλλὰ ντρέπονται νὰ τὸν ὁμολογήσουν δημόσια, φωναχτά. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν τὸν ὁμολογοῦν λέγει ὁ Κύριος· Ὅποιος ντρέπεται γιὰ μένα καὶ γιὰ τὰ λόγια μου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἄστατο καὶ ἁμαρτωλό, θὰ ντροπιασθῆ ἀπὸ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ὅταν θὰ ἔρθη μὲ τὴν δόξα τοῦ πατέρα του συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Δηλαδὴ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀναγνωρίση ὡς δικό του, καὶ ἑπομένως δὲν θὰ τὸν κρίνει ἄξιο γιὰ σωτηρία, ἐκεῖνον ποὺ ντρέπεται νὰ τὸν ὁμολογήση Θεό. Ποὺ ντρέπεται ὄχι μόνον γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ζωή του, ἀλλὰ καὶ τοὺς λόγους του, τὴν διδασκαλία του. Τὸ διασαφηνίζει αὐτὸ ὁ Κύριος καὶ λέγει· «Ὃς ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς λόγους μου». Καὶ ἐπειδὴ εἶναι προσωπικὴ ἡ εὐθύνη μας, καλόν εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τί συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν μαθητὴ του Τιμόθεο, ὅταν τοῦ λέγει· «Μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Τιμόθεε, λέγει, μὴ δειλιάσης ποτέ καὶ μὴ ἐντραπῆς, νὰ ὁμολογῆς τὴν καλή μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ συμβουλὴ πρὸς τὸν Τιμόθεο εἶναι συμβουλὴ καὶ γιὰ ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε καὶ ἐμεῖς, «ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ». Ὀνομάζει τὴν γενεὰ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλή, διότι, κατὰ τὸν Ζιγαβηνό, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ σπέρνει εὐσέβεια, καὶ ἀκολουθεῖ τὸν δαίμονα ποὺ σπέρνει τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν κακία. Διότι, κατὰ τὸν Θεοφύλακτο, ἐγκατέλειψε τὸν ἀληθινὸ νυμφίο, καὶ στράφηκε πρὸς ἄλλον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δέχεται σπέρματα ἀσεβείας. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ξεχνάει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι βαπτισμένος, καὶ παρασύρεται σὲ πλανεμένες διδασκαλίες ἢ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, διαπράττει πνευματικὴ μοιχεία. Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα συναντᾶμε στὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς τὶς λέξεις «μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες». Μὲ ἄλλα λόγια, τό, «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη», σημαίνει γενέα τῆς ἀποστασίας, γενεὰ ἡ ὁποία ἐγκατέλειψε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀκολούθησε δικό της δρόμο, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μᾶς ζητάει ὁ Κύριος, ἐνῶ ζοῦμε μέσα σὲ μια τέτοια γενεὰ, νὰ τὸν ὁμολογοῦμε δημοσίως. Σὲ μιὰ γενεὰ ποὺ ἀρνεῖται ἢ περιφρονεῖ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ἀξίζει νὰ ἐμμένωμε σταθεροὶ στὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μας.
Βεβαίως τώρα τὸν βλέπομε ταπεινὸ καὶ περιφρονημένο τόσο, ποὺ ὅπως λέγει ὁ προφήτης, ἔγινε «σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ», ἔφθασε στὴν «ἄκρα ταπείνωσι». Αὐτὸ ἴσως ἀποθαρρύνει τοὺς πιὸ ἀδύνατους μαθητές. Μᾶς κάνει διστακτικούς, ἴσως καὶ φοβισμένους. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις χρειαζόμαστε ἐνίσχυσι καὶ κουράγιο. Λοιπὸν ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Κύριος ἔχει καὶ ἄλλη εἰκόνα. Εἰκόνα δυνατοῦ καὶ ἐνδόξου. Ἀρκεῖ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως νὰ φθάσωμε μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἐκεῖ τὸν βλέπομε μέσα στὴν μεγάλη τοῦ δόξα νὰ τὸν συνοδεύουν ἅγιοι ἄγγελοι, καὶ μπροστά του νὰ παρίσταται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ ἀποδώση τὴν δικαιοσύνη. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου μᾶς ἐμψυχώνει. Μᾶς δίνει τὴν δύναμι νὰ μή λογαριάζομε τὸ βάρος ἀπὸ ὅσα παθήματα μπορεῖ νὰ περάσωμε γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀλλὰ δὲν ἔχασε τίποτε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ παντοδυναμία του, ἀπὸ τὴν δόξα του, ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἡμεῖς κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον», καὶ τὸ κάνει αὐτὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ σταύρωσις ἦταν ὁ ἀτιμοτικώτερος τρόπος θανατώσεως τῶν κακούργων. Ὑπερασπιζόταν καὶ κήρυττε τὴν ἀλήθεια χωρὶς νὰ ντρέπεται γιὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ ἔκαμνε αὐτὸ διότι ἤξερε ὅτι ὁ Σταυρὸς ἦταν ταπείνωσι, ἀλλὰ τὸν Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ Ἰησοῦ.
Δυστυχῶς καὶ ἐμεῖς, σήμερα ἀκόμη περισσότερο, ἐλεγχόμαστε γιὰ δειλία. Διότι ἐνῶ κατέχει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁμολογουμένως, τὴν «ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια», εἴμαστε πολὺ διστακτικοὶ στὴν ὁμολογία της. Μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁμοπίστους μας ἀκόμα, κομπιάζομε καὶ δὲν ἀναφερόμαστε στὴν πίστι μας. Καὶ ὅμως ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι βασικὴ ὑποχρέωσίς μας, ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία μας. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στεφανώθηκαν. Δὲν ντράπηκαν, γιὰ τὴν πίστι τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, μπροστὰ σὲ μαινόμενα πλήθη, μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων, μπροστὰ στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ ἀφθαιρεσία τῶν τυράννων. Ὑπερασπίσθηκαν μέχρι τέλους καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα Ἅγιοι.